- αναθάρσησις
- ἀναθάρσησις (-έως), η (ΑΜ) [ἀναθαρσῶ]βλ. αναθάρρηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναθάρσησις — recovery of courage fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναθάρρηση — η (ΑΜ ἀναθάρρησις και θάρσησις) απόκτηση ή ανάκτηση θάρρους, εμψύχωση, ενθάρρυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. μσν. τ. ἀναθάρσησις < ἀναθαρσῶ και ο τ. αναθάρρηση ( ις) < ἀναθαρρῶ] … Dictionary of Greek